- υπνωτήριο
- τοκοιτώνας για πολλά άτομα σε πλοίο, στρατώνα, οικοτροφείο κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπνωτήριο — το, Ν υπνοδωμάτιο, θάλαμος ύπνου για πολλά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνώνω + κατάλ. τήριο*] … Dictionary of Greek
κοιμητήρι — και κοιμητήριο(ν), το (AM κοιμητήριον, Μ και κοιμηντήριον και κοιμητήρι και κοιμητήριν) [κοιμώμαι] το νεκροταφείο|| μσν. τάφος, μνήμα αρχ. τόπος για ύπνο, υπνωτήριο, κοιτώνας, υπνοδωμάτιο … Dictionary of Greek
κοιτάριος — ία, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες») 2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. άριος… … Dictionary of Greek